- νησσῶν
- νῆτταduckfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νησσοτροφία — η 1. συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή νησσών 2. (ειδικά) κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται συστηματικά με την αναπαραγωγή και το εμπόριο τών νησσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήσσα + τροφία (< τρόφος < τρέφω)] … Dictionary of Greek